σκυτοτομικῇ

σκυτοτομικῇ
σκῡτοτομικῇ , σκυτοτομικός
of
fem dat sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σκυτοτομική — σκῡτοτομική , σκυτοτομικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκυτικός — ή, όν, Α [σκῡτος] 1. ο έμπειρος στη σκυτοτομία, στην υποδηματοποιία 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ σκυτική η σκυτοτομική τέχνη …   Dictionary of Greek

  • σκυτοτομικός — ή, όν, Α [σκυτοτόμος] 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει σε σκυτοτόμο («τὸ σκυτοτομικὸν πλῆθος», Αριστοφ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ σκυτοτομικός ο σκυτοτόμος («τὸν μὲν σκυτοτομικὸν φύσει ὀρθῶς ἔχειν σκυτοτομεῑν», Πλάτ.) 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ… …   Dictionary of Greek

  • ՓՈԿԱՀԱՆՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0951 Chronological Sequence: Early classical գ. σκυτοτομική coriaria ars. որ եւ ՓՈԿԱՁԵՒՈՒԹԻՒՆ. Արհեստ հանելոյ կամ հատանելոյ՝ հարթելոյ եւ ձեւելոյ զփոկս. կաշեգործութիւն. ... *(Մշակութիւնն ʼի փոխ առնու ) ʼի փոկահանութենէ կարս հարկանել, եւ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ՕԴԱՁԵՒՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 1022 Chronological Sequence: 5c գ. σκυτοτομία, σκυτοτομική ars sutoria, coriaria. Ձեւելն զօդս ոտից. կարուակութիւն. կօշկակարութիւն. ... *այսպէս եւ յօդաձեւութեանն՝ արուեստիւն սպասաւորեսցուք. Բրս. հց …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”